ψιχάλισμα

ψιχάλισμα
το выпадение измороси

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ψιχάλισμα" в других словарях:

  • ψιχάλισμα — το, Ν [ψιχαλίζει] η πτώση ψιλής βροχής, ψιχαλητό …   Dictionary of Greek

  • ψιχάλισμα — το, ατος το να πέφτει ψιλή βροχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψέκασμα — το, ΝΜ [ψεκάζω] νεοελλ. ψεκασμός, ράντισμα μσν. ψιχάλισμα …   Dictionary of Greek

  • ψεκασμός — ο, ΝΜ [ψεκάζω] νεοελλ. 1. (φυτοπαθολ.) διασπορά διαλύματος ή αιωρήματος φυτοφαρμάκου υπό μορφή σταγονιδίων με ειδική συσκευή 2. μέθοδος εφυάλωσης με την εκτόξευση υγρού σμάλτου με αεροψεκαστήρα μσν. ψιχάλισμα …   Dictionary of Greek

  • ψιχαλητό — το, Ν ψιχάλισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιχάλα + κατάλ. ητό (πρβλ. ροχαλ ητό)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»